menu2

Ποίηση- Σάτιρα

Στο Γιώργο Παπαγεωργίου

 Ένας φίλος μου, καλός, έφυγε νωρίς
χαρούμενος και λαμπερός,
συμμαθητής μου στο γυμνάσιο
«χάθηκε», δεν ήταν τυχερός. 

Στο ίδιο θρανίο, στο γυμνάσιο, καθίσαμε,
με της νιότης μας το άρωμα μεθύσαμε,
μαζί παίξαμε, γράψαμε, διαβάσαμε, γελάσαμε
και στην τρίτη τάξη πορεία διαφορετική χαράξαμε.

Στις εκδρομές, στα σφαιριστήρια του «Μπότη»,
μακριά απ’ τους δασκάλους απ’ το γιατί και το διότι.
Στα σφαιριστήρια του «Μπότη», του «Τσιμπουκάκη», του «Γιαννάρα»
κόντρες δυνατές, στον παιδονόμο δεν δίναμε «δεκάρα».

Μετά την Τρίτη τάξη πήραμε δρόμους διαφορετικούς,
ο φίλος στη Λαμία κι εγώ σε δρόμους μακρινούς.
Το συναίσθημα της φιλίας παρέμεινε ζωντανό
πέρασαν «κάμποσα» χρόνια και πάλι στον ίδιο το χορό.

Βρεθήκαμε στου ΟΤΕ τα γόνιμα χωράφια
αναζητήσαμε το παρελθόν στης λησμονιάς τα ράφια.
Φάνηκαν μακρινά, μα ήταν πιο κοντά
τόσο που δεν ξεχάσαμε τα χρόνια μας τα παιδικά.

Αλληλοσεβασμός μεταξύ φίλων παλιών
εκεί που τον γύρεψα ήταν παρόν.
Συνεργαστήκαμε καλά, της προόδου τραβήξαμε κουπί,
στου ΟΤΕ τη γαλέρα με σκισμένο το «πανί». 

Τα καταφέραμε Γιώργο, η τύχη δεν ήταν μαζί σου
και μια καλοκαιριάτικη βραδιά κόπηκε το νήμα της ζωής σου.
Είμαι σίγουρος πως στου παραδείσου τα «λιβάδια»
λεύτερος θα σεργιανάς δίχως «στεναγμούς» τα βράδια.

Τώρα μπορείς να δεις τον ήλιο περισσότερο από παλιά,
τον κόσμο που αλλάζει, που τρέχει και δε  φτάνει πια.
Ξέρω ότι θα μπορούσες ν’ ακουμπήσεις την ύπαρξή μας,
τη πρωινή παγωμένη της ζωής μας πάχνη.

Γεια σου φίλε Γιώργο. 


Λαμία  20-6-2011             Αθανάσιος Χριστοδούλου


ΣΤΙΣ ΕΙΚΟΣΙ ΕΝΝΙΑ ΓΕΝΑΡΗ (του Θανάση Χριστοδούλου)

 Παραδώσαμε μια  μεγάλη «προίκα» στο Έθνος
ανέκραξε μια κυρία, απ’ αυτές που έγραψαν το «έπος»
της προόδου, της ανάδειξης σε δύναμη μεγάλη
του ΟΤΕ, απ’ του τα τρία ταυ (ΤΤΤ) τηλεφωνική αγκάλη.

Φορτωμένη με συναισθήματα η «ωραία» μας κυρία
κάποτε τόλμησε κι άρπαξε τη μεγάλη  ευκαιρία,
δεσποινίδα, τότε, όμορφη, δυναμική, «μπροστάρα»
διεκδίκησε με θάρρος, δεν «χάριζε δεκάρα».

 Πλάι της ένας κύριος περασμένης ηλικίας
απών, δυστυχώς, ο τρίτος της παρέας, της ωραίας «ποικιλίας»
των πρωτεργατών της λέσχης, όπως τη λέγανε παλιά
σε πολιτιστικό κέντρο τα «γύρισαν» τα νέα μας παιδιά.

Στις είκοσι εννιά Γενάρη, μάτια δάκρυσαν, λύγισαν ψυχές
στο αντίκρισμα των «παλαιμάχων», οι «ήρωες» του χθες ,
«μάστοροι κι εργάτες» στη σκηνή της δουλειάς και των πολιτιστικών
δημιούργησαν πολλά, τέχνη ,πολιτισμό, φιλία, κόντρα στα «σημάδια» των καιρών.

Έλαμψαν οι «φιγούρες» των πρωταγωνιστών της προκοπής, της εργασίας,
συνάδελφοι πάνω στις κολόνες, πίσω απ’ το «γκισέ», ανεκτίμητης αξίας.
Δυο στροφές στην πίστα, με μια «ζεμπεκιά» κι ένα καλαματιανό
γύρισαν τους δείκτες πίσω, όμορφα στήσανε χορό.

Το προεδρείο του πολιτιστικού κέντρου, νέοι και παλιοί
λαμπερές μορφές του σήμερα και χθες, με την απουσία τους έλαμψαν πολύ
οι διοικούντες, η παρουσία τους σε «αλλοτινές»  μας εποχές        
φώτιζε τις όμορφες εκείνες νύχτες , τις χαρούμενες τις γιορτινές.


 Λαμία 31-1-2011                                          Αθ. Χριστοδούλου

ΣΤΟΝ ΤΕΧΝΙΤΗ ΤΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ (του Θανάση Χριστοδούλου)

Το χειμώνα, μέσα στη βροχή

το καλοκαίρι στο λιοπύρι,

στου στύλου ανεβασμένος την κορφή

του ΟΤΕ μη σβήσει το καντήλι.



Πόσες χαράδρες διάβηκες,

ανέβηκες ψηλές ραχούλες,

σύρματα τάνυζες με κόπο,

πόσες φορές δεν έκανες τον ξυλοκόπο.!



Το χιόνι πάγωνε τα χέρια,

την ψυχή δε λύγιζε το κρύο,

σύρματα σήκωνες πεσμένα,

έτοιμο το τηλέφωνο, αντίο.



Στους λάκκους να «μουφάρεις»,

το καμινέτο αναμμένο,

ζευγάρια πλέκεις χιλιάδες δύο

μια στο λιοπύρι, μια στο κρύο.



Φρεάτια με βάθος και οσμή,

συχνά τα καθαρίζεις με περισσή ψυχή,

δε λείπει το αστείο, μήτε η υπομονή

χαμόγελο και γέλιο κι ολίγη αμοιβή.



Δε λύγισες στα δύσκολα τα χρόνια,

στην πλάτη η κολόνα με τα χιόνια,

μη λυγίσεις στη σύγχρονη εποχή

δουλειά, ασφάλεια, διεκδίκηση και προσοχή.

 Λαμία 30-10-2003                                            Αθανάσιος Χριστοδούλου



 Γιώργος Σουρής
Ποιός είδε κράτος λιγοστό
σ’ όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;

Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά ‘χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;

Νά ‘χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;

Όλα σ’ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.

Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.

Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που ’χει
στο ‘να λουστρίνι, στ’ άλλο τσαρούχι.

Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.

Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγας.

Δυστυχία σου, Ελλάς,
με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα,
τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου